- προάνθρωπος
- ο, Νστον πληθ. οι προάνθρωποιανθρωπολ. απολιθωμένα πρωτεύοντα ενδιάμεσου τύπου μεταξύ πιθήκων και ανθρώπων, τα οποία μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proantropus (< προ-* + άνθρωπος). Η λ., στον πληθ. προάνθρωποι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.